- επικούριος
- ἐπικούριος, -ον (Α) [επίκουρος](ως επώνυμο θεών) αυτός που βοηθά, συντρέχει («Ἀπόλλων ἐπικούριος», «θεοὶ ἐπικούριοι» κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἐπικούριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικούριος — succouring masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικουρίου — Ἐπικούριος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίου — ἐπικούριος succouring masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικουρίων — Ἐπικούριος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίων — ἐπικούριος succouring masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικουρίῳ — Ἐπικούριος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίῳ — ἐπικούριος succouring masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικούριοι — Ἐπικούριος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικούριοι — ἐπικούριος succouring masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)